- καταστιχογράφος
- ο, ηαυτός που έχει ως επάγγελμα την καταστιχογραφία, που τηρεί τα λογιστικά βιβλία, ο λογιστής.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατάστιχο + -γράφος (< γράφω), πρβλ. διηγηματο-γράφος, πρακτικο-γράφος. Η λ. μαρτυρειται από το 1861 στον Μ. Στ. Μαλαία].
Dictionary of Greek. 2013.