καταστιχογράφος

καταστιχογράφος
ο, η
αυτός που έχει ως επάγγελμα την καταστιχογραφία, που τηρεί τα λογιστικά βιβλία, ο λογιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατάστιχο + -γράφος (< γράφω), πρβλ. διηγηματο-γράφος, πρακτικο-γράφος. Η λ. μαρτυρειται από το 1861 στον Μ. Στ. Μαλαία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καταστιχογράφος — ο αυτός που τηρεί λογιστικά βιβλία, λογιστής: Τον έχω καταστιχογράφο στο κατάστημά μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταστιχογραφία — η η τήρηση τών λογιστικών βιβλίων ενός καταστήματος, η καταγραφή τών διαφόρων εμπορικών πράξεων εταιρείας, επιχείρησης, καταστήματος στα κατάστιχα, σύμφωνα με ορισμένους κανόνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταστιχογράφος. Η λ. μαρτυρειται από το 1810 στους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”